Amfipoli News: «Η οργάνωση της Μακεδονίας κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου»

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

«Η οργάνωση της Μακεδονίας κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου»


Το κύρος της δυναστείας των Τημενιδών βασιλέων της Μακεδονίας, απογόνων του Ηρακλέους και μέσω αυτού του ίδιου του Διός, επεσκίαζε ανέκαθεν, τόσο στην αρχαία όσο και στην νεώτερη ιστοριογραφία, την σημασία του έθνους των Μακεδόνων στον πολιτειακό και τον πολιτικό τομέα. 
Ο βασιλεύς υπό την τριπλή του ιδιότητα ως αρχιερέως του έθνους, αρχιστράτηγου και ανωτάτου δικαστού κατελάμβανε όλο το ορατό πεδίο της πολιτικής σκηνής. 
Ο πλούτος του, ήδη από την εποχή του Φιλίππου Β’, μετά την προσάρτηση της εύφορης Χαλκιδικής και των χρυσοφόρων περιοχών του Παγγαίου, του επέτρεπε να συγκροτήσει αυλή από εκατοντάδες “εταίρους” ή “φίλους”, αφοσιωμένους συνεργάτες, Μακεδόνες και άλλους Έλληνες, ικανούς να αναλαμβάνουν κάθε είδους στρατιωτική ή διπλωματική αποστολή, καθώς επίσης και να συντηρεί επί μονίμου βάσεως επαγγελματική στρατιωτική δύναμη χιλιάδων ανδρών. 
“Ο βασιλεύς”, “οι φίλοι” και “αι δυνάμεις” θα αποτελέσουν την τριαδική συνισταμένη των κρατών των διαδόχων του μεγάλου Αλεξάνδρου. Η εντύπωση εν τούτοις ότι η πολιτειακή υπόσταση της Μακεδονίας που κληρονόμησε αυτός από τον πατέρα του Φίλιππο Β’ εξαντλείται στα τρία αυτά στοιχεία θα ήταν λανθασμένη.
Τον αυθεντικότερο απολογισμό του έργου του Φιλίππου και συνάμα την αυθεντικότερη απογραφή της κληρονομιάς που παρέλαβε από εκείνον παραδίδει ο ίδιος ο Αλέξανδρος στην αρχή του λόγου του προς τους Μακεδόνες στην Ωπι της Μεσοποταμίας το 324 π.Χ.: “Φίλιππος γαρ παραλαβών υμάς πλάνητας και απόρους, εν διφθέραις τους πολλούς νέμοντας ανά τα όρη πρόβατα ολίγα… χλαμύδας μεν υμίν αντί των διφθερών φορείν έδωκε, κατήγαγε δε εκ των ορών εις τα πεδία… πόλεων τε οικήτορας απέφηνε και νόμοις και έθεσι χρηστοίς εκόσμησεν”.
Πράγματι, η πρώτη διαπίστωση του επιβάλλεται σήμερα άμεσα στον αρχαιολόγο και εμεσώτερα στον ιστορικό είναι ότι η Μακεδονία του τελευταίου τρίτου του Δ’ αιώνος π.Χ. ήταν μία χώρα πόλεων. 
Τα ανασκαφικά ευρήματα των Αιγεών, της Πέλλας, της Μίεζας, στο Παλαιό Βασίλειο, αλλά και της Αιανής, στην Άνω Μακεδονία, διαψεύδουν πανηγυρικά τον εδραιωμένο μύθο ότι οι πόλεις ήσαν “κάτι το μη μακεδονικό” ή ότι η Μακεδονία ήταν “φεουδαλικό κράτος” θεμελιωδώς “εχθρικό προς τις πόλεις”. 
Ο Αλέξανδρος όμως στον λόγο του δεν αναφέρεται μόνον στην πολεοδομία και την αρχιτεκτονική, αλλά και στους “χρηστούς νόμους” δηλαδή στην εν γένει πολιτειακή οργάνωση. 
Πράγματι, θα μπορούσε κανείς, χωρίς να αμφισβητήσει τα σημαντικά υλικά κατάλοιπα, να υποστηρίξει, όπως ένας σύγχρονος Γερμανός ιστορικός, ότι “υπήρχαν βέβαια εκεί κάποιοι μεγάλοι οικισμοί, αλλά τους έλειπε αυτό που συνιστούσε μία πόλη για τους Έλληνες. Δεν κατοικούσαν εκεί αυθεντικοί πολίτες, αλλά γαιοκτήμονες και χωρικοί…”. 
Αλλά και αυτή η προκατάληψη καταρρίπτεται σήμερα από αδιάψευστα τεκμήρια και κατά πρώτο λόγο επιγραφικά.
Μόλις προ δέκα ετών δημοσιεύθηκε ο κατάλογος, συντεταγμένος το 323 π.Χ., το έτος του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, των θεωροδοκων, της Νεμέας, δηλαδή εκείνων που είχαν αναλάβει σε κάθε πόλη την υποδοχή και φιλοξενία των θεωρών, των απεσταλμένων του ιερού της Νεμέας που περιόδευαν την ελληνική οικουμένη για να αναγγείλουν την προσεχή τέλεση των πεντετηρικών πανελλήνιων αγώνων. 
Ως γνωστόν, οι θεωροί επισκέπτονταν μόνον αστικά κέντρα που ήσαν συνάμα έδρες αυτονόμων πολιτικών οργανισμών, πόλεων, εθνών ή βασιλείων, διότι η συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών ήταν απαραίτητη για την αποδοχή της ιεράς εκεχειρίας, συχνά δε οι ίδιες αυτές αρχές επέλεγαν τους θεωροδόκους.
 Έτσι, στον κατάλογο της Νεμέας σώζονται ονόματα θεωροδόκων βασιλείων της Κύπρου, που είναι κατά κανόνα οι ίδιοι οι βασιλείς, και πόλεων της δυτικής Ελλάδος, νήσων του Αιγαίου, της βορειο-δυτικής Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας (Αμφίπολις, Λητή, Αλλάντη ίσως Πέλλα). 
Η σημασία της μαρτυρίας γίνεται αντιληπτή, όταν ο κατάλογος της Νεμέας συγκριθεί με τον σύγχρονο σχεδόν (330 π.Χ.) κατάλογο των θεωροδόκων του Άργους αφ’ ενός και τον κατά 37 έτη προγενέστερο κατάλογο των θεωροδόκων της Επιδαύρου αφ’ ετέρου. 
Στον πρώτο η Κλεοπάτρα, αδελφή του Αλεξάνδρου και χήρα του ομώνυμου βασιλέως των Μολοσσών, εμφανίζεται ως μόνη θεωροδόκος της Ηπείρου. 
Στον δεύτερο ο θείος του Αλεξάνδρου Περδίκκας Γ’ ως μόνος θεωροδόκος της Μακεδονίας. 
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Στην Μακεδονία της εποχής του Αλεξάνδρου, αντίθετα με ότι συνέβαινε στην σύγχρονη Ήπειρο ή στην ίδια την Μακεδονία μία γενεά ενωρίτερα, ο βασιλεύς δεν ήταν το μόνο πολιτειακό όργανο με διεθνή αναγνώριση υπήρχαν αυτόνομες πόλεις, δηλαδή οργανισμοί με ανεγνωρισμένη νομική προσωπικότητα, ικανοί να συνιστούν υποκείμενα “διεθνούς” δικαίου και να δέχονται απεσταλμένους ξένων κρατών και να διαπραγματεύονται -θεωρητικά τουλάχιστον- μαζί τους. 
Δεν υπάρχει δε αμφιβολία ότι η μεταρρύθμιση αυτή υπήρξε έργο του Φιλίππου, επί της βασιλείας του οποίου η καθαυτό Μακεδονία διαιρέθηκε συστηματικά σε αυτόνομες πολιτικές μονάδες με την αναγνώριση του πολιτειακού καθεστώτος πόλεως στους αστικούς οικισμούς του Παλαιού Βασιλείου και στις προσαρτημένες παλαιές νοτιο-ελληνικές αποικίες, με τον συνοικισμό κωμών γύρω από μία “μητρόπολη”, δηλαδή κωμόπολη, στην ενδοχώρα των Νέων Χωρών και με την παραχώρηση καθεστώτος πόλεως στα έθνη της Άνω Μακεδονίας, των οποίων οι πολίτες εξακολουθούσαν ως επί το πλείστον να ζουν “κατά κώμας”. 
Έχει υπολογισθεί ότι συνολικά η Μακεδονία του Αλεξάνδρου περιελάμβανε άνω των πενήντα πόλεων, αυτόνομων δηλαδή πολιτικών μονάδων.
Μεταγενέστερες μαρτυρίες από την ίδια την Μακεδονία δικαιολογούσαν την υπόθεση ότι ήδη από την εποχή του Φιλίππου κάθε πόλη, πέραν της κοινής σε όλην την Μακεδονία νομοθεσίας -τόσο εθιμικών νόμων όσο και βασιλικών “διαγραμμάτων”- δηλαδή διαταγμάτων, είχε την δική της νομοθεσία. 
Η εύλογη αυτή υπόθεση επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από την ανακάλυψη στο Δίον επιγραφής των μέσων του Δ’ αι. π.Χ. με φορολογικό νόμο της πόλεως.
Θ ακολουθήσουν άλλα σημαντικότερα κείμενα, όπως ο γυμνασιαρχικός νόμος της Βέροιας ή ο εφηβαρχικός και ο ιερός νόμος της Αμφιπόλεως. 
Ως αυτόνομοι οργανισμοί οι πόλεις, πέραν των νόμων, που υιοθετούσαν και δημοσίευαν ελάμβαναν αποφάσεις σχετικά με τρέχουσες υποθέσεις. Δεκάδες τέτοια “ψηφίσματα” έχουν amajakuvhe_ στην Μακεδονία χαραγμένα σε λίθο, τα αρχαιότερα των οποίων ανάγονται ήδη στον Δ’ αι. π.Χ. 
Χαρακτηριστικό είναι ψήφισμα του Δίου του τέλους μάλλον του Δ’ αιώνος σχετικό με την απονομή τιμών σε ευεργέτη της πόλεως: προεδρία στους γυμνικούς αγώνες και τα Διονύσια, αναγραφή του ψηφίσματος σε στήλη και ανάθεση της προ του ναού του Ολυμπίου Διός, κατασκευή αδριάντος και ίδρυση του στο τέμενος του ίδιου θεού, τέλος Δε, αποστολή προς τον τιμώμενο δεκαμελούς πρεσβείας, συμπεριλαμβανομένων και των αρχόντων της πόλεως.
Πολιτική αυτονομία δεν είναι νοητή χωρίς πολιτικές αρχές. 
Πλήθος δε επιγραφικών κειμένων, ψηφισμάτων, ωνών, αναθημάτων, κλπ, τα αρχαιότερα των οποίων ανάγονται στην βασιλεία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, μας επιτρέπουν να γνωρίσομε την πολιτειακή οργάνωση των μακεδονικών πόλεων. 
Ο επώνυμος άρχων, με το όνομα το οποίου χρονολογούντο όλα τα επίσημα έγγραφα της πόλεως ήταν στην καθαυτό Μακεδονία ο ιερεύς του Ασκληπιού. 
Από τον Δ’ αιώνα π.Χ. πέραν των ποικίλων εγγράφων, όπου μνημονεύονται αυτοί ως μέρος της χρονολογίας, σώζεται και κατάλογος με τα ονόματα τριάντα ιερέων του Ασκληπιού των Καλινδοίων από το 335/4, οπότε “βασιλεύς Αλέξανδρος έδωκε Μακεδόσι Καλίνδοια και τα χωρία τα περί Καλινδοία Θαμισκίαν, Καμακαίαν, Τριποάτιν”, μέχρι την επίσημη αλλαγή της δυναστείας το 306/5 π.Χ. 
Οι κυρίως πολιτικοί άρχοντες, τρεις με πέντε στον αριθμό, στις πόλεις του Παλαιού Βασιλείου τουλάχιστον ονομάζονταν “ταγοί”, όπως και στη Θεσσαλία. Επικεφαλής τους ήταν ο “επιστάτης”, το όνομα του οποίου χρησιμοποιείτο συχνά για τη χρονολόγηση των επίσημων εγγράφων μαζί με εκείνο του ιερέως του Ασκληπιού, ενίοτε Δε και αντί εκείνου. Υπήρχαν επίσης και κατώτεροι άρχοντες με ειδικά καθήκοντα, όπως ταμίες, αγορανόμοι, γυμνασιάρχοι κλπ.
Οι άρχοντες προήδρευαν της βουλής και της εκκλησίας, τις οποίες συγκαλούσαν και στις οποίες εισηγούντο τις αποφάσεις, δηλαδή τα ψηφίσματα. Επιγραφή του Δίου διασώζει το αυθεντικό μακεδονικό όνομα των βουλευτών, που μέχρι πρόσφατα ήταν γνωστό μόνον ένα χωρίο του Στράβωνος και μία “γλώσσα” του λεξικογράφου Ησυχίου: “πελιγάνες οι ένδοξοι, παρά δε Σύροις οι βουλευταί”. 
Η θητεία των αρχόντων ήταν ενιαύσια, ο δε τρόπος επιλογής τους ήταν η εκλογή από την εκκλησία, ασχέτως αν η βασιλική εξουσία είχε την δυνατότητα προωθήσεως υποψηφίων αρεστών σ΄ αυτήν ή αν το “πολίτευμα”, δηλαδή το σώμα των ενεργών πολιτών με πλήρη δικαιώματα δεν περιελάμβανε όλους τους κατοίκους. 
Ακόμη και κατά την ελληνιστική εποχή αυτοί έπρεπε να έχουν περιουσία αξίας τουλάχιστον 2.000 δραχμών σε ακίνητα ή σε ποίμνια. 
Αυτό σήμαινε ότι αποκλείονταν από τον ενεργό πολιτικό βίο όχι μόνον οι δούλοι και οι απελεύθεροι και οι πρώτης γενεάς απόγονοί τους, αλλά και οι έμποροι και οι βιοτέχνες και γενικότερα “οι αγοραία τέχνη κεχρημένοι”. 
Δηλαδή πλήρη πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνον εκείνοι των οποίων η οικονομική κατάσταση και οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν τους εμπόδιζαν να ασκούνται σωματικά στα γυμνάσια και να είναι ανά πάσαν στιγμήν έτοιμοι να κληθούν υπό τα όπλα.
Η στενότατη σχέση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών, που χαρακτηρίζει την αρχαία Ελλάδα γενικότερα είναι ιδιαίτερα εμφανής στην περιφερειακή οργάνωση. 
Η Μακεδονία ήδη από την εποχή του Φιλίππου ήταν διηρημένη σε μεγάλες διοικητικές και stqatiytij]r περιφέρειες των οποίων προϊσταντο στρατηγοί: την Άνω Μακεδονία, δυτικά του Βερμίου, την Βοττία, δηλαδή το Παλαιό Βασίλειο μεταξύ Βερμίου και Αξιού, την Αμφαξίτιδα μεταξύ Αξιού και κοιλάδος του Στρυμόνος και της Παραστρυμονία, αργότερα γνωστή ως Πρώτη Μερίδα, στα πλαίσια των οποίων γινόταν η επιστράτευση. 
Πρωτεύουσες των τριών τελευταίων ήσαν αντίστοιχα η Πέλλα, η Θεσσαλονίκη, μετά την ίδρυσή της επί Κασσάνδρου, και η Αμφίπολις. Στις πρωτεύουσες αυτές έδρευαν οι στρατηγοί επί κεφαλής κάθε διαμερίσματος, συγκαλούντο οι περιφερειακές εκκλησίες, συγκεντρώνονταν οι φόροι και αργότερα λειτουργούσαν νομισματοκοπεία. 
Ο τρόπος αναδείξεως και η διάρκεια της θητείας των στρατηγών δεν είναι γνωστές, φαίνεται πάντως ότι εκτός από τα τοπικής φύσεως πολιτικά και στρατιωτικά τους καθήκοντα αποτελούσαν και πολιτειακούς παράγοντες. Πράγματι, σε συνθήκη μεταξύ Μακεδόνων και Μεσσηνίων του τελευταίου τετάρτου του Δ’ αι. π.Χ., που ανακαλύφθηκε πρόσφατα δηλώνεται ότι τον νενομισμένο όρκο θα δώσουν, εκτός από τους βασιλείς, οι στρατηγοί, καθώς και ο ιππάρχης των Μακεδόνων.
Πολιτευόμενοι στις κατά τόπους πόλεις ή στρατολογούμενοι στις επί μέρους περιφέρειες οι Μακεδόνες, -Μακεδόνες εξ Αιγεών ή Μακεδόνες εξ Αμφιπόλεως- παρέμεναν πρώτιστα Μακεδόνες. 
Η ευκαιρία να εκφράσουν το γεγονός αυτό εδίδετο δύο φορές το χρόνο κατά τα Ξανδικά, δηλαδή τον ετήσιο καθαρμό του στρατεύματος τον Μάρτιο, και κατά την ετήσια πανήγυρι των Ολυμπίων τον Οκτώβριο. Τότε λάμβανε απτή υπόσταση το Κοινόν των Μακεδόνων, συνερχόταν σε εκκλησία και ψήφιζε πολιτικού, τιμητικού ή άλλου περιεχομένου “δόγματα”, δηλαδή αποφάσεις.
Πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια ο Ch. Edson δημοσίευε ένα γόνιμα πρωτότυπο άρθρο υπό τον τίτλο “Imperium macedonieum: The Seleucid Empire and the Literary Evidence”, δηλαδή “Μακεδονικόν κράτος: το κράτος των Σελευκιδών και οι φιλολογικές μαρτυρίες”, στο οποίο εξήρε την συνέχεια στις πολιτειακές δομές του μακεδονικού βασιλείου και των Σελευκιδών. Οι επίκαιρες διαπιστώσεις του συγγραφέως αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τους θεσμούς της κεντρικής εξουσίας. 
Πιο πρόσφατα ο Frezouls και ιδίως ο P.Bernard επέσυραν την προσοχή στην πρωτοφανή έκταση της αναπαραγωγής της μακεδονικής τοπωνυμίας στην σελευκιδική Συρία, με το παράλιο διαμέρισμα της Πιερίας, τον ποταμό Αξιό και τις πόλεις Πέλλα, Βέροια, Κύρρο, Ευρωπό, Ίχνες, Έδεσσα, Δολίχη, Καλλίπολη, Αμφίπολη, Αρεθούσα και Δίον. Ανάλογη μελέτη θα άξιζε να αφιερωθεί και στους τοπικούς πολιτικούς θεσμούς, των οποίων η μακεδονική προέλευση σπανίως εξαίρεται. 
Οι μητροπόλεις, δηλαδή οι κωμοπόλεις- διοικητικά κέντρα της νοτιο-ανατολικής Μικράς Ασίας (όπως και της Αιγύπτου) δεν είναι παραφυάδες των ταυτόσημων μητροπόλεων της Μακεδονίας, έστω και αν αυτές μαρτυρούνται όψιμα; Οι στρατηγίες των Σελευκιδών δεν αποτελούν προσαρμογή των ομώνυμων διαμερισμάτων της Μακεδονίας σε μία χώρα όπου, ελλείψει εθνικής ομοιογένειας, απουσιάζει το πάρισον του Κοινού των Μακεδόνων; Λιγότερο όμως από οπουδήποτε αλλού η συνέχεια μπορεί να αμφισβητηθεί στους θεσμούς της πόλεως. Στα μακεδονικά “κτίσματα” του κράτους των Σελευκιδών, όπως ακριβώς και στην Μακεδονία, οι πόλεις διοικούνται από την εκκλησία του δήμου, από βουλή της οποίας τα μέλη εξακολουθούν να φέρουν το όνομα πελιγάνες και από συναρχία αρχόντων με επί κεφαλής tom επιστάτη. Ένα ψήφισμα της Λαοδικείας π.χ. εισάγεται ως “Ασκληπιάδου επιστάτου και αρχόντων γνώμη” και προτείνεται προς ψήφιση “τοις πελιγάσιν”. Αυτοί είναι οι θεσμοί οι οποίοι προσφέρουν το οικείο πολιτειακό περιβάλλον, καθιστώντας έτσι δυνατή την μετοικεσία χιλιάδων Μακεδόνων αποίκων, τους οποίους η προσφορά απέραντων -με ελληνικά μέτρα- γαιών προσελκύει και παρηγορεί ίσως για τον αποκλεισμό τους από την συμμετοχή τους ως πολιτών στην διοίκηση του συνόλου κράτους. Αυτήν την κληρονομιά παρέλαβε από τον πατέρα του ο Αλέξανδρος και αυτήν μετεφύτευσε επετυχώς ο ίδιος και οι διάδοχοί του σε έδαφος εξωτικό. Το διόλου ασήμαντο αυτό επίτευγμα αποτελεί όμως συνάμα και φόρο τιμής στον Φίλιππο. Οι “χρηστοί νόμοι” με τους οποίους είχε “κοσμίσει” τις πόλεις της Μακεδονίας είχαν σε λιγότερο από δύο γενεές αποκτήσει τόσο βαθιές ρίζες, ώστε είχαν γίνει αναπόσπαστο τμήμα της μακεδονικής πολιτικής παραδόσεως.

του Μ. Β. Χατζόπουλου 

Το κείμενο αποτελεί περίληψη της Εισήγησης του Μ.Β. Χατζόπουλου στο Διεθνές Συνέδριο στην Βέροια με θέμα “Αλέξανδρος ο Μέγας: Από τη Μακεδονία στην Οικουμένη”, 28 Μαϊου 1998
[Αρχείο Σοφία Φ.]

history-of-macedonia.com
Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου