Amfipoli News
















Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Οι μύθοι και τα μυστήρια του Παγγαίου



To όρος Παγγαίο είναι πολύ γνωστό από τα μυθολογικά χρόνια. 
Το χρυσάφι του έκανε τον Ευριπίδη στην τραγωδία του “Ρήσος” να το ονομάσει “όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο”. 
Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του παρείχαν σε μεγάλη αφθονία το χρυσό και τον άργυρο και αποτελούσαν πόλο έλξης για πλήθος λαών και φυλών στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή.
Εκτός όμως από το χρυσάφι του, το Παγγαίο συνδέεται με έναν “θησαυρό” μύθων που αφορούν δύο σημαντικές όψεις του αρχαίου κόσμου, τη διονυσιακή θρησκεία και τον Ορφισμό.
Η Θράκη, κατά τη μυθική αντίληψη ήταν μια περιοχή πολύ ευρύτερη από το γνωστό γεωγραφικό χώρο. (Οι θράκες, άλλωστε ήταν ο λαός που ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Παγγαίου και γενικά της μεταξύ του Στρυμόνα και Νέστου χώρας). 
Για τους Έλληνες του Νότου ήταν ο τόπος απ' όπου ξεκινούσε ο ορμητικός Βορέας με τα παιδιά του, τους Βορεάδες και τη Χιόνη, και ο άγριος πολεμικός θεός Άρης. Ήταν όμως και ο τόπος του Ορφέα, του Μουσαίου, του θάμυρη και του Εύμολπου, που είχαν 
διδάξει στους ανθρώπους τα θεία μυστήρια και τη μουσική.
Η Θράκη ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε και κατοικούσε ένας από τους Δώδεκα θεούς, ο Άρης. Άγριος και αιμοβόρος, όπως ήταν αυτός ο θεός, άφησε απογόνους σαν τον Τηρέα, τον Λυκούργο και τον Διομήδη, που έμειναν στη μνήμη των ανθρώπων σαν βασιλιάδες της Θράκης γεμάτοι σκληρότητα και βαρβαρότητα. Κατά τη μυθολογία το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τον Παγγαίο, το γιο του Άρη και της Κριτοβούλης, ο οποίος επειδή δεν μπόρεσε να αντέξει τις τύψεις της συνείδησης του για την αιμομιξία που εν αγνοία του διέπραξε με την κόρη του, αυτοκτόνησε πάνω στο όρος αυτό, όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί η Γεωγραφία περί Θράκης του Μελετίου.
Ο Πλίνιος αναφέρει την παράδοση ότι πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου ο φοινικικής καταγωγής Κάδμος που κάποτε έφτασε με τους δικούς του στη Θράκη, όπου οι κάτοικοι τους δέχθηκαν φιλικά και τους πρόσφεραν φιλοξενία. Μαζί με τον Κάδμο είχε ξεκινήσει από τη Φοινίκη και κάποιος Θάσος, γιος του Ποσειδώνα που όταν έφτασαν στη Θράκη, πέρασε σ' ένα κοντινό νησί απέναντι και έχτισε πόλη. Από τότε το νησί πήρε το όνομα του και λέγεται Θάσος. Στη Θράκη ο Κάδμος έμαθε τους ανθρώπους να βγάζουν χρυσάφι μέσα από το βουνό Παγγαίο και να φτιάχνουν με αυτό διάφορα κομψοτεχνήματα. Τους έμαθε και άλλες τέχνες που ήξερε από την πατρίδα του. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τη φοινικική λέξη paga, που σήμαινε συνάντηση.
Πάνω στο Παγγαίο και με πρωταγωνιστή τον μεγάλο θεό των θρακών, τον Διόνυσο ή Βάκχο, διαδραματίστηκε ο τραγικός μύθος του θράκα βασιλέα Λυκούργου. Ο Λυκούργος, που βασίλευε στους Ηδωνούς, κοντά στον Στρυμόνα, εναντιώθηκε στη λατρεία του Διόνυσου, επιτέθηκε στις Βάκχες της ακολουθίας του και απείλησε τη ζωή και του ίδιου του θεού. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος από το φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η Θέτιδα τον δέχτηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίο από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή του μύθου ο ίδιος ο Διόνυσος του τάραξε τα φρένα και τον έβαλε να κατακρεουργήσει το ίδιο το παιδί του, νομίζοντας πως κλαδεύει ένα αμπέλι, και πως ύστερα από αυτό οι Ηδωνοί, για να επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον έδεσαν πάνω στο βουνό τους το Παγγαίο, όπου άγρια άλογα τον κατασπάραξαν. Πάνω στο Παγγαίο έλεγαν ακόμα πως ένας ντόπιος, ο Χάροπας, βοήθησε τον Διόνυσο να νικήσει και να θανατώσει το Λυκούργο, πως αυτός, παίρνοντας την εξουσία σύμφωνα με το θέλημα του νικητή θεού, διέδωσε τη λατρεία του και πως δίδαξε στο γιο του Οίαγρο τις διονυσιακές τελετουργίες, που αργότερα ο γιος του Οίαγρου, ο Ορφέας τις διαμόρφωσε και τις συστηματοποίησε, έτσι ώστε έγιναν ευρύτερα γνωστές σαν Ορφικά Μυστήρια.

Ο Ορφέας είναι μια περίεργη μυθική μορφή, χωρίς σαφή γνωρίσματα ήρωα, θεού ή ημίθεου. Χαρακτηρίζεται ως “γόης από μουσικής άμα και μαντικής”, αλλά ήταν και εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Επιπλέον τιμήθηκε στον τάφο του με θυσίες ως θεός και όχι με εναγίσματα όπως οι ήρωες. Καταγόταν από τη Θράκη και έδρασε είτε στην περιοχή των Πιερίων, όπου υπήρχε ο τάφος του, είτε στην περιοχή του όρους Παγγαίο και ανατολικότερα ως τον ποταμό Έβρο.
Ο Ορφέας ήταν φημισμένος για την επίδοση του στη μουσική, στο άσμα και στην κιθαρωδία. Η αρχαιότητα τον ύψωσε σε σύμβολο της κιθαρωδίας, αξεπέραστο από τους μεταγενέστερους δεξιοτέχνες του είδους. Έμβλημα του σ' όλες τις εικαστικές παραστάσεις έγινε η λύρα που άλλοτε την κρατούσε στα γόνατα πλήττοντας τις χορδές και τραγουδώντας και άλλοτε στο χέρι ως απλό έμβλημα.
Ο Ορφέας μετά την κάθοδο του στον Άδη, απ' όπου απέτυχε να επαναφέρει την Ευρυδίκη, επέστρεψε στον Επάνω Κόσμο πικραμένος, και εφτά ημέρες περιπλανιόταν αμίλητος χωρίς τροφή ή θρηνούσε στις όχθες ενός ποταμού. Από τότε ήταν αδιάφορος προς κάθε γυναίκα και ταπείνωνε όσες τον πλησίαζαν. Μερικοί έλεγαν πως δεν θέλησε να ζήσει μόνος και αυτοκτόνησε. Κατά τους ορφικούς όμως ο θάνατος του προφήτη τους υπήρξε μαρτυρικός όπως του θεού τους Ζαγρέα. Κατά την αυθεντικότερη εκδοχή ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ που πρόσφατα είχε περάσει με την ακολουθία των Βακχών από τη Μικρά Ασία στη Θράκη βρήκε τον Ορφέα περιφρονητή των μυστηρίων του και έβαλε τις Βάκχες, γνωστές στη Θράκη ως “Βασσάρες” ή “Βασσαρίδες” να τον “διασπάσουν” πετώντας εδώ κι εκεί τα μέλη του. Οι μούσες μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν.
Άλλοι έλεγαν πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες των θρακών που τον εκδικήθηκαν είτε γιατί τις απέκλεισε από τα μυστήρια που ίδρυσε, είτε γιατί τις αποξένωσε από τους άντρες τους με το να εισαγάγει τον παιδικό έρωτα στη Θράκη. Σύμφωνα με άλλη άποψη η Αφροδίτη είχε ξεσηκώσει τις γυναίκες των θρακών να τον διαμελίσουν, ενώ άλλοι έλεγαν πως ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον Ορφέα γιατί στα μυστήρια που ίδρυσε αποκάλυπτε στους ανθρώπους απόκρυφες αλήθειες για το υπερπέραν.
Τα νέα διονυσιακά μυστήρια, όπως τα διαμόρφωσε ο Ορφέας, είχαν τόσο σημαντικές διαφορές από τα μυστήρια της εκστατικής διονυσιακής λατρείας, ώστε οι ορφικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς μιας διαφορετικής θρησκείας (αν και πάλι διονυσιακής). Στο κέντρο της ορφικής διδασκαλίας μπήκε ο λεγόμενος Διόνυσος Ζαγρέας, γιος, κατά τον “ιερό λόγο” των ορφικών, του Δία και της θεάς του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης. Οι Τιτάνες, οι κακούργες θεϊκές υπάρξεις που είχαν νικηθεί από το Δία κατά την Τιτανομαχία, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Δία σκοτώνοντας το γιο του που ήταν ακόμη νήπιο. Διαμέλισαν τον Διόνυσο Ζαγρέα και έφαγαν ωμές τις σάρκες του, εκτός από την καρδιά του που πρόλαβε να τη σώσει η Αθηνά. Οι Τιτάνες μετά το κακούργημα τους κατακεραυνώθηκαν από το Δία, και από τη στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Οι ορφικοί έλεγαν πως οι άνθρωποι είχαν μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (γιατί οι Τιτάνες είχαν φαει το Διόνυσο Ζαγρέα) είχαν όμως και τη θηριώδη ή κακοποιό “τιτανική φύση” (γιατί είχαν πλαστεί από τη στάχτη των Τιτάνων). Η ορφική ζωή (με τις νηστείες ή την αποχή από ζωικές τροφές και με τους θρησκευτικούς καθαρμούς) είχε το σκοπό να ενισχύσει μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (την ψυχή) και να δεσμεύσει ή να νεκρώσει την τιτανική φύση (τις ζωικές ή σωματικές επιθυμίες).
Σύμφωνα με αυτήν την πίστη, την πραγματική φύση του ανθρώπου, ότι θεϊκό υπάρχει μέσα του, το έχει μαζί της η ψυχή, που ύστερα από το θάνατο δεν βυθίζεται σαν φευγαλέα - σκιά στον μουχλιασμένο Άδη, μόνο πρέπει να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις της και υποχρεώνεται να περάσει μια σειρά από γεννήσεις, που τη φέρνουν ή πίσω στη θεϊκή της πατρίδα ή σε αιώνια καταδίκη. Η κίνηση αυτή ήθελε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση της ψυχής του, στην απελευθέρωση της από τη σωματικότητα και σε διαρκή ένωση με τη θεότητα.
Αντίθετα οι οπαδοί της οργιαστικής διονυσιακής λατρείας πίστευαν στην αξία του ωμοφαγίου: Οι Μαινάδες, κυριευμένες από τη διονυσιακή μανία, διαμέλιζαν ένα ζώο που αποτελούσε ενσάρκωση του θεού Διονύσου. Τρώγοντας κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού “έφερνε μέσα του το θεό”, και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Οι δύο αυτές αιρέσεις της διονυσιακής λατρείας συνυπήρχαν στα ιστορικά χρόνια, οι σχέσεις όμως των οπαδών τους ήταν πάντοτε εχθρικές.
Ο Διόνυσος είναι, ως γνωστόν, θεός του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Τα όργια του θεού γιορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη πάνω στον Παρνασσό. Η λέξη όργια σημαίνει έργα ιερά, θρησκευτικές τελετές. Μόνο γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους, έπαιρναν μέρος σ' αυτά. Ήταν οι μαινάδες ή βάκχες ή θυιάδες, που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο -ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και μ' ένα κουκουνάρι στην άκρη - και εβάκχευαν, που θα πει πως έπεφταν σε θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούνε εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. Ακόμη με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο, στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν χύνονταν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Με ανάλογες οργιαστικές τελετές γιόρταζαν τον Διόνυσο οι γυναίκες και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μικρός Ασίας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, που γειτόνευε με τη Θράκη, από όπου είχαν ξεκινήσει τα διονυσιακά όργια.
Η “μανία” που φέρνει ο θεός Διόνυσος, η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια πρώτα - πρώτα με το κρασί και την έκσταση και τη μέθη που φέρνει. Όμως η μανία αυτή που αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε “ένθεος”, δηλαδή ο θεός “μπήκε” σε κάποιον, δεν είναι απαραίτητα δεμένη με το κρασί αφού παρουσιάζεται και ανεξάρτητα απ' αυτό. Η “μανία” έχει σχέση με τη λέξη “μένος” που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, “να χάνει κανείς τα λογικά του”, αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το “θίασο” του Διονύσου. Όποιος όμως δίνεται στο θεό
Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την “αστική” του ύπαρξη και να γίνει “μαινόμενος”, να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.
Εκείνο, λοιπόν, που χαρακτηρίζει τη διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, το να βγαίνει κανείς από τον εαυτό του, βοηθούμενος όχι μόνο από το κρασί, αλλά και από τον παράφορο χορό. Ο Όμηρος, που είναι κήρυκας της ολυμπιακής θρησκείας και δεν συμπαθεί τα μυστικιστικά κηρύγματα, λίγο πολύ αγνοεί το Διόνυσο. Στον απλό λαό όμως η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι' αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τους έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής.
Ο J.P. VERNANT στο βιβλίο του “ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ” γράφει σχετικά με το θέμα: “Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες ως γυναίκες αποκλείονται από την πολιτική ζωή. Η θρησκευτική ιδιότητα που τις κάνει ικανές να παίξουν, ως Βάκχες, κυριαρχικό ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία, είναι το αντίστροφο αυτής της κατωτερότητας που τις σημαδεύει στο πολιτικό επίπεδο και που τους απαγορεύει να συμμετέχουν - ισότιμα με τους άντρες - στη διακυβέρνηση της πόλης. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού (...). Το θρησκευτικό, λοιπόν ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν το περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης. Μερικά λατρευτικά επίθετα του Διονύσου, όπως Ελευθέριος και Λύσιος, μαρτυρούν αυτή τη διαπλοκή του κοινωνικού και του θρησκευτικού στοιχείου και την ίδια επιδίωξη για ελευθερία και απολύτρωση. Πράγματι αυτό που προσφέρει η διονυσιακή θρησκεία στους πιστούς - και όταν ακόμη ελέγχεται από το κράτος, όπως θα συμβεί την κλασική εποχή -είναι μια θρησκευτική εμπειρία αντίστροφη της επίσημης λατρείας. Δεν πρόκειται πια για την ιεροποίηση μιας τάξης, όπου πρέπει κανείς να ενταχθεί, αλλά για την απολύτρωση από αυτήν την τάξη και την απελευθέρωση από τους εξαναγκασμούς που συνεπάγεται από ορισμένες απόψεις. Έτσι έχουμε αναζήτηση μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς, και προσπάθεια να καταργηθούν όλα τα όρια, να πέσουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωϊκό και στο φυτικό, κοινωνικοί φραγμοί, όρια του εγώ”.
Σε άλλη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε πως “θίασοι, σύλλογοι και μυστήρια ανοίγουν τις πόρτες τους σε άτομα, που μπορούν τώρα να γνωρίσουν τις ιερές αλήθειες - προνόμιο, άλλοτε ορισμένων κληρονομικών γενών - χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς την κοινωνική τους θέση και καταγωγή. Η δημιουργία θρησκευτικών αιρέσεων, όπως οι “ορφικές”, η ίδρυση μυστηριακών θρησκειών, η συγκρότηση ενός συλλόγου “σοφών”, όπως ήταν ο Πυθαγορικός, φανερώνουν σε διαφορετικές συνθήκες και σε διαφορετικούς κύκλους, το ίδιο μεγάλο κοινωνικό κίνημα διεύρυνσης και διάδοσης μιας ιερής αριστοκρατικής παράδοσης”
Ο ορφισμός είναι μια θρησκευτική κίνηση που, όπως παρατηρεί ο ALBIN LESKY στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, τη σημασία της την υπερτίμησαν υπερβολικά σε ορισμένες εποχές, για να την αποκηρύξουν ύστερα σχεδόν ολοκληρωτικά με ριζοσπαστικό σκεπτικισμό. Κατά πόσο η κίνηση αυτή αναπτύχθηκε από καθαρά ελληνικά ξεκινήματα, κατά πόσο είχε σχέση με τη διδασκαλία της Ανατολής για την περιπλάνηση των ψυχών, είναι προβλήματα που η λύση τους δεν είναι εύκολη. 
Δεν είναι όμως ξένη σταγόνα μέσα στο ελληνικό αίμα, αλλά συνανήκει στην εικόνα του ελληνικού κόσμου.
Το Παγγαίο λοιπόν, συνδέεται με μύθους, θρησκείες και λατρείες, που λειτούργησαν “επαναστατικά”, φέρνοντας μεγάλες καινοτομίες, αλλάζοντας τη ζωή των ανθρώπων που τις ακολουθούσαν.

eoskavalas.gr
Διαβάστε Περισσότερα...

Πού βρίσκονταν οι μυθικοί «Κήποι του Μίδα» στην Μακεδονία;



Του Νικολάου Καλαϊτζή,

καθηγητού στο 3ο Γυμνάσιο της Ναούσης

Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι τρεις Αργεάδες αδελφοί, ο Περδίκκας, ο Γαυάνης και ο Αέροπος, όταν έφυγαν από την Λεβαία, έφθασαν στο Βέρμιο, όπου εγκαταστάθηκαν κοντά στους κήπους του Μίδα: “Οι τρεις αδερφοί έφθασαν σε μια άλλη περιοχή της Μακεδονίας και εγκαταστάθηκαν πέρα από τους κήπους, που λέγεται ότι ήταν του Μίδα, του υιού του Γορδίου, όπου εκεί φυτρώνουν από μόνα τους άγρια ρόδα εξηντάφυλλα, που ξεπερνούν τα άλλα στην οσμή. Μέσα σ’ αυτούς τους κήπους συνελήφθη και ο Σειληνός, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες. Πάνω από τους κήπους υπάρχει ένα βουνό που ονομάζεται Βέρμιο, απροσπέλαστο τον χειμώνα”. (4)

Το [αρχαίο ελληνικό] όνομα του «Βερμίου» μπορεί να ερμηνευθεί στην αλβανική γλώσσα με τις λέξεις «bora» = «χιόνι» και «maja» = «η κορυφή του βουνού», που σημαίνει ότι το Βέρμιο έχει χιονισμένες κορυφές. Αυτή η ερμηνεία επιβεβαιώνει την μαρτυρία του Ηροδότου, ότι το Βέρμιο ήταν απροσπέλαστο τον χειμώνα. Επίσης η λέξη «Βέρμιον» μπορεί να ερμηνευθεί από τον συνδυασμό της γαλλικής λέξης «vert» (*) = «πράσινος» και της ιταλικής λέξης «monte» = «βουνό», δηλαδή σημαίνει το «πράσινο βουνό». Αυτή η ερμηνεία της λέξης «Βέρμιον» μπορεί να συνδυασθεί με την πληροφορία του Στέφανου Βυζάντιου ότι «οι Αιγές ήταν μηλοβότειρα» (5), δηλαδή «προβατοτρόφος», άρα βρίσκονταν σε περιοχή που είχε πλούσια βλάστηση και βοσκοτόπους, όπως είναι και σήμερα η ανατολική πλευρά του Βερμίου.

Από τον Στράβωνα γνωρίζουμε για τον μυθικό πλούτο του Μίδα, ο οποίος προέρχονταν από τα μεταλλεία του Βερμίου: “πολύ δε είναι το σκάψιμο και τα ορύγματα, σημάδια από τα παλιά μεταλλεία. Αυτά είναι του Μίδα γύρω από το Βέρμιο όρος”. (6) Επομένως η περιοχή του Μίδα, όπου εγκαταστάθηκαν οι τρεις Τημενίδες αδερφοί, ήταν στο Βέρμιο και όχι στα Πιέρια. Στην περιοχή της Νάουσας υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που αποκαλύπτουν τα μεταλλεία του Μίδα, όπως η περιοχή «Μαντέμι» (που σημαίνει «χυτοσίδηρος») και η περιοχή «Λαζαράσκα» («λαζουάρ» σημαίνει «πέτρα» (**) στην περσική γλώσσα).

Τα ονόματα «Άνω και Κάτω Κοπανός», τα σημερινά χωριά «Κοπανός» και «Χαρίεσσα», (παλιά ονομάζονταν «γκόρνο και ντόλνο Κουπάνοβο» αντίστοιχα) μας αποκαλύπτουν την θέση των κήπων του Μίδα (η λέξη «κήπος» μετατράπηκε σε «Κουπάνο-βο» > «Κοπανός»). Μία δεύτερη εκδοχή για το όνομα του «Κοπανού» είναι ότι μπορεί να ετυμολογείται από την λατινική λέξη «cupa» (***), που σημαίνει η «κοιλότητα». Αυτή η εκδοχή παραπέμπει στους μακεδονικούς τάφους που βρίσκονται μεταξύ Κοπανού και Λευκαδίων. Μία τρίτη εκδοχή για το όνομα του «Κοπανού» είναι ότι μπορεί να ετυμολογείται από την λέξη «κόπα» που σημαίνει ο «σωρός».

Παραπομπές:

4. Ηρόδοτος, Ιστορίαι 8.138.2-3

5. Στέφανος Βυζάντιος, Εθνικά Α38.9

6. Στράβων, Γεωγραφικά ΙΔ 5.28.

......................................

ΣΧΟΛΙΑ Γ. Λεκάκη:

(*) Εκ της ελληνικής λέξεως ερασινος.

(**) Εκ της ελληνικής λέξεως λάας > λας.

(***) Εκ της ελληνικής λέξεως κύπελλον.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

ΠΗΓΗΕΡΑΝΙΣΤΗΣΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 18.10.2021.

ΔΕΙΤΕ την ομιλία του Γ. Λεκάκη: Ο «χρυσός» μύθος του Μίδα, οι Μακεδονο-Θράκες Φρύγες, ο Γόρδιος, το Γόρδιον και ο γόρδιος δεσμός.

 

 arxeion-politismou.gr

Διαβάστε Περισσότερα...

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ-ΦΩΤΙΑ!!! Στη Μονή Περιβλέπτου υπάρχει ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ με την ΕΙΣΟΔΟ του Τάφου της Αμφίπολης: Απεικονίζεται η ΑΝΑΛΗΨΗ του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


Η τοιχογραφία της Ιεράς μονής της Περιβλέπτου στην Μάνη απεικονίζει την ανάληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Μέγας Αλέξανδρος παρουσιάζεται με δυο Σφίγγες. 

Η Μονή Παναγίας Περιβλέπτου είναι μονή της ύστερης βυζαντινής περιόδου στο Μυστρά της Ελλάδας. Πιθανολογείται ότι χτίστηκε κατά τα μισά του 14ου αιώνα από τον πρώτο Δεσπότη του Μοριά, Μανουήλ Καντακουζηνό και έλαβε την ονομασία ενός από τα πλέον γνωστά μοναστήρια της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. 



Οι τοιχογραφίες στον κυρίως ναό, οι οποίες χρονολογούνται στην περίοδο μεταξύ 1348 και 1380, είναι από τις ελάχιστες επιβιώσασες του ύστερου βυζαντινού κύκλου, ενώ είναι πολύ μεγάλης σημασίας για την καλύτερη κατανόηση της Βυζαντινής τέχνης.


Η ομάδα ειδήσεων του amfipolinews.blogspot.gr

Διαβάστε Περισσότερα...

Μαντείο των Δελφών


Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της αρχαίας Ελλάδας και του τότε γνωστού κόσμου. Θεωρείται ότι κτίστηκε στον ομφαλό της Γης, διότι σύμφωνα με την παράδοση ο Δίας, θέλοντας να βρει το κέντρο του κόσμου, άφησε να πετάξουν δύο αετοί, ο πρώτος με κατεύθυνση ανατολικά και ο δεύτερος δυτικά. Οι δυο αετοί συναντήθηκαν πάνω από τους Δελφούς που θεωρήθηκαν το κέντρο του κόσμου.

Ο Ομφαλός στο μουσείο των Δελφών Юкатан, CC BY-SA 3.0 via Wikimedia Commons Ίδρυση

Το μαντείο πιθανόν υπήρχε από το 1400 π.Χ., περί τα μέσα της Μυκηναϊκής περιόδου (1600 – 1100 π.Χ.) όπου τιμούσαν τη θεά Γαία. Οι ανασκαφές στο ιερό της Αθηνάς Προναίας αποκάλυψαν Μυκηναϊκά ειδώλια τα οποία κατά καιρούς συσχετίστηκαν με την εν λόγω λατρεία. Η ίδρυση του μαντείου συνδυάστηκε με την ύπαρξη χάσματος, από το οποίο έβγαιναν αέρια, τα οποία εισπνεόμενα, έφεραν τους ανθρώπους σε κατάσταση έκστασης. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, αυτή την ιδιότητα ανακάλυψε ένα κατσίκι, το οποίο όταν πλησίασε το χάσμα άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα. Ο βοσκός, παρατηρώντας το, πλησίασε κι αυτός και στη συνέχεια άρχισε να προφέρει ακατάληπτα λόγια. Σύμφωνα με νεότερη έρευνα αμφισβητείται η ύπαρξη χάσματος ενώ υποστηρίζεται ότι η συμπεριφορά της κατσίκας και όλη η μαντική διαδικασία της Πυθίας βασιζόταν στις φαρμακολογικές ιδιότητες των φύλλων ροδοδάφνης (Nerium oleander). Σύμφωνα με τη μυθολογία, φύλακας της Κασταλίας πηγής, που επίσης συνδεόταν με τη χρησμοδοτική ικανότητα του μαντείου, ήταν ο δράκοντας Πύθων, τον οποίο σκότωσε ο Απόλλων με τα βέλη του, γεγονός που σήμανε κατάργηση των προηγούμενων λατρειών και κυριαρχία της λατρείας του Απόλλωνα. Η μεταστροφή αυτή τοποθετείται στην Πρώιμη Γεωμετρική περίοδο, ενώ στην Ιλιάδα το μαντείο αναφέρεται ως πλούσιος και ιερός χώρος.

Άποψη των Δελφών με την πομπή των θυσιών από τον Claude Lorrain Claude Lorrain, Public domain, via Wikimedia Commons

Ο Τζορτζ Λέναρντ Χάξλεϋ παρατηρεί: «Αν περιέχεται κάποιο ιστορικό μήνυμα στον ύμνο του (Δελφικού) Απόλλωνα, αυτό είναι ότι κάποτε υπήρχαν Κρήτες ιερείς στους Δελφούς». Ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ σημειώνει ότι στους Δελφούς βρέθηκαν Κρητικά χάλκινα αντικείμενα του 8ου αι. π.Χ. καθώς και Κρητικά γλυπτά αφιερώματα περί το 620 – 600 π.Χ.: «Τα αφιερώματα στον χώρο δεν αποδεικνύουν την ταυτότητα της ιερότητας, αλλά τουλάχιστον έχουμε ένα κείμενο που μπορούμε να συσχετίσουμε με τα αρχαιολογικά ευρήματα». Πρώιμος επισκέπτης των κοιλάδων του Παρνασσού, στα τέλη του 8ου αιώνα, ήταν ο Ησίοδος, στον οποίο έδειξαν τον ομφαλό.

Λατρεία

Σε πρώιμο θρησκευτικό στάδιο στην περιοχή πρέπει να υπήρχε λιθολατρία, η οποία επιβίωσε στα μετέπειτα χρόνια, αφήνοντας τον ομφαλό, που θεωρήθηκε σύμβολο του μαντείου, την πέτρα της Σίβυλλας και την πέτρα του Κρόνου. Ο ομφαλός ήταν τοποθετημένος στο άδυτο του ναού, πάνω από τον τάφο του Πύθωνα. Η επιφάνειά του καλυπτόταν από το άγρηνον, δηλαδή το δίχτυ από μάλλινες ταινίες.

Στη συνέχεια διακρίνεται μια φιδολατρία με δράκοντα ο οποίος ονομαζόταν Πύθων ή Δελφύνη να είναι φύλακας των υδάτων και των κτιρίων και θεός των παλαιών κατοίκων της περιοχής, ενώ κατοικούσε στο Κωρύκειο άντρο (κώρυκος = δερμάτινος σάκος). Έχουν βρεθεί ίχνη εγκατάστασης από τα νεολιθικά χρόνια, όπου πρέπει να λειτούργησε και το πρώτο μαντείο. Ο Πύθωνας θα συγκρουστεί με τους θεούς των νέων κατοίκων, θα παραχωρήσει τη θέση του στον ναό, όμως δεν θα χαθεί, αφού το όνομά του θα γίνει προσωνύμιο του νέου θεού (Πύθιος Απόλλωνας). Η σύγκρουση του Πύθωνα με τον Απόλλωνα ή των παλαιών με τους νέους κατοίκους πρέπει να έγινε στη Λυκώρεια. Εξάλλου, οι Φωκείς, κάτοικοι της Λυκώρειας, κατέλαβαν την Πυθώ. Η σπηλιά θεωρείται ως το πέρασμα στον άλλο κόσμο και οι νύμφες που έμπαιναν καταλαμβάνονταν από Διονυσιακή μανία και προφήτευαν. Όταν τον 6ο αι. π.Χ. το Κωρύκειο χάσει τη μαντική του σημασία, θα γίνει τόπος λατρείας του Πάνα και των νυμφών, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Ο Απόλλωνας σκοτώνει τον Πύθωνα. Robert Willemsz de Baudous χαλκογραφία. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο, 2012.136.479

Σύμφωνα με τη μυθολογία ο πρώτος θεός που φέρεται ως ιδιοκτήτης του μαντείου ήταν η Γαία. Κατά τον Παυσανία η Γαία είχε αναθέσει στη Δαφνίδα, μια νύμφη του βουνού, να δίνει τους χρησμούς:

«φασὶ γὰρ δὴ τὰ ἀρχαιότατα Γῆς εἶναι τὸ χρηστήριον, καὶ Δαφνίδα ἐπ’ αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς». (Φωκικά Χ, 5, 5-7)


Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης και μια άλλη παράδοση από το έπος του Μουσαίου «Ευμόλπια» σύμφωνα με την οποία το μαντείο το είχαν από κοινού η Γαία με τον Ποσειδώνα. «Ποσειδῶνος ἐν κοινῷ καὶ Γῆς εἶναι τὸ μαντεῖον». Η Γαία χρησμοδοτούσε η ίδια, ενώ ο Ποσειδώνας είχε ως χρησμοδότη τον Πύρκωνα «καὶ τὴν μὲν χρᾶν αὐτήν, Ποσειδῶνι δὲ ὑπηρέτην ἐς τὰ μαντεύματα εἶναι Πύρκωνα». Τη Γαία ως πρώτη κτήτορα του μαντείου και τον Ποσειδώνα αναφέρει και ο Αισχύλος στις Ευμενίδες.

Από την άλλη το μαντείο ήταν της Θέμιδας και ο Πύθωνας φέρεται ως ένα τέρας που το φύλαγε και ταυτόχρονα προκαλούσε διάφορες καταστροφές στην περιοχή· θόλωνε τα νερά στις πηγές και τα ρυάκια, άρπαζε τα κοπάδια και τους χωρικούς, κατέστρεφε τις σοδειές στην εύφορη πεδιάδα της Κρίσας και τρόμαζε τις Νύμφες. Αφού σκότωσε τον Πύθωνα ο Απόλλωνας, πήρε το μαντείο από τη Θέμιδα και αφιέρωσε στο ιερό ένα τρίποδα. Ο τρίποδας στο εξής θα αποτελούσε ένα από τα σύμβολα του θεού και επάνω σ’ αυτόν θα καθόταν η Πυθία, για να δίνει τους χρησμούς της.

Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή η Θέμιδα είχε παραχωρήσει το μαντείο στην αδελφή της την Τιτανίδα Φοίβη (λαμπερή), κι εκείνη το έκανε δώρο στον Απόλλωνα για τα γενέθλιά του. Έτσι απέκτησε το προσωνύμιο Φοίβος.

Το μαντείο όμως συνδέεται και με τη λατρεία του θεού Διόνυσου, πριν έρθει ο Απόλλωνας ή μετά. Επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διόνυσος βρισκόταν στους Δελφούς πριν έρθει ο Απόλλωνας, αφού σύμφωνα με νεότερες μελέτες και με πινακίδες της Γραμμικής Β’ που βρέθηκαν στην Πύλο και αναφέρουν το όνομά του, ο Διόνυσος θεωρείται παλαιότερος του Απόλλωνα. Για τον Διόνυσο διαβάζουμε και πάλι στις Ευμενίδες του Αισχύλου.

Ως θεός της βλάστησης ο Διόνυσος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο. Η λατρεία του στηρίζεται στις αλλαγές των εποχών οι οποίες συνδέονται και με τη ζωή του ανθρώπου: άνοιξη – γέννηση, καλοκαίρι – γονιμοποίηση, φθινόπωρο – φθορά, χειμώνας – θάνατος. Η μαντική ικανότητα του Διόνυσου εκφραζόταν από εκστασιαζόμενες γυναίκες, που με το στόμα τους μιλούσε ο θεός (μανία). Με την εμφάνιση του Απόλλωνα στο μαντείο, οι δύο θεοί συμβιβάζονται, περιορίζεται η μαζική μανία των Διονυσιακών οργίων σε μια ομάδα, τον θίασο, που αποτελούνταν από τις Θυιάδες και απαγόρευε τη συμμετοχή σε άλλους. Το τραγούδι του Διόνυσου, ο διθύραμβος, αντηχεί στου Δελφούς τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν ο Απόλλωνας βρίσκεται στους Υπερβόρειους.

Η Θέμις χρησμοδοτεί στο μαντείο των Δελφών. Ο Αιγέας στέκεται μπροστά στη Θέμιδα που χρησμοδοτεί καθισμένη σε τρίποδα μέσα στο ναό. Στα χέρια της κρατάει κλαδί δάφνης και φιάλη. Με τον τρόπο αυτό χρησμοδοτούσε και η Πυθία, καθισμένη σε τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας το νερό της Κασσωτίδας πηγής. Εσωτερικό ερυθρόμορφου κύλικα του Ζωγράφου του Κόδρου, περίπου 440-430 π.Χ. Βερολίνο, Antikensammlung F2538

Ο Παυσανίας αναφέρει ότι από ένα ύμνο που είχε συνθέσει μια ντόπια, η Βοιώ, ιδρυτές του ναού ήταν οι Υπερβόρειοι. Είχαν έρθει μαζί με άλλους ο Παγασός, ο Αγυιεύς και ο Ωλήνας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μάντης:

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε κι έναν διεκδικητή του μαντείου, που δεν είναι άλλος από τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής ήρθε να ζητήσει χρησμό από το μαντείο, επειδή όμως δεν του έδιναν με την αιτιολογία ότι δεν είχε εξαγνιστεί από τον φόνο του Ίφιτου, άρπαξε τον δελφικό τρίποδα κι ήταν έτοιμος να χτίσει δικό του μαντείο. Ο Απόλλωνας βγήκε να τον αντιμετωπίσει, συνεπλάκησαν και τότε μεσολάβησε ο Δίας, ο οποίος αφού τους χώρισε μ’ ένα κεραυνό, έπεισε τον Ηρακλή να επιστρέψει τον τρίποδα και τον Απόλλωνα να δώσει χρησμό.

Γενικότερα στη γύρω περιοχή λατρευόταν παλαιότερα ως θεά της μαντικής και η Αθηνά (Ευμενίδες του Αισχύλου). Η χρησμοδότηση γινόταν ρίχνοντας πετραδάκια, τις θρίες. Η ιδιότητα αυτή της Αθηνάς ατόνισε με την εμφάνιση του Απόλλωνα. Εξάλλου, η Αθηνά διατήρησε κατά κάποιο τρόπο τη θέση της στην περιοχή με το ιερό της Προναίας. Η ονομασία του ιερού ή δείχνει τη θέση του, αφού βρίσκεται πριν από τον μεγάλο ναό (για τον επισκέπτη που θα ερχόταν από τη μεριά της Αράχοβας) ή δηλώνει τη σχέση της θεάς με την Πρόνοια (φροντίδα). Ο Παυσανίας ονομάζει τον ναό ως Προνοίας: «ὁ τέταρτος δὲ Ἀθηνᾶς καλεῖται Προνοίας».

Γενικά το μαντείο αποδίδεται στη Γαία, στον Ποσειδώνα, στον Πύθωνα, που είναι γιος της, στη Θέμιδα και στην αδελφή της τη Φοίβη, που κι αυτές είναι κόρες της Γης, στον Διόνυσο, στους Υπερβόρειους, στην Αθηνά και τέλος στον Απόλλωνα. Όλοι οι θεοί πριν τον Απόλλωνα αποτελούν θεούς της μητριαρχίας. Ο Απόλλωνας (και η Αθηνά) εκφράζει τη μετάβαση από τη μητριαρχία στην πατριαρχία και στα νέα Ελληνικά φύλλα, τους Δωριείς. Στις Ευμενίδες, εξάλλου, του Αισχύλου ο Ορέστης με χρησμό του Απόλλωνα σκοτώνει τη μάνα του και με την ψήφο της Αθηνάς απαλλάσσεται των κατηγοριών του.

Διαμάχη του Απόλλωνα και του Ηρακλή για τον δελφικό τρίποδα. Ο Ηρακλής προσπαθεί να αρπάξει τον τρίποδα, ενώ ο Απόλλωνας με τη βοήθεια της Άρτεμης προσπαθεί να τον κρατήσει. Ο Δίας στη μέση παρεμβαίνει, για να τους χωρίσει. Περίπου 525 π.Χ. Δελφοί, Θησαυρός των Σιφνίων

Λειτουργία

Με την έναρξη λειτουργίας του ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς εξαπλώθηκε η φήμη πως ο θεός κατοικούσε στο ιερό του φυτό, τη δάφνη και μέσα από το θρόισμα των φύλλων του προφήτευε δίνοντας χρησμούς για τα μελλούμενα. Σύμφωνα με την παράδοση και τη μυθολογία, τη μαντική τέχνη φαίνεται πως δίδαξαν στον θεό Απόλλωνα οι Θρίες, τρεις φτερωτές νύμφες και κόρες του Δία, όταν ο θεός έτυχε να βόσκει τα βόδια του στον Παρνασσό. Είναι πιθανόν οι Θρίες να διατηρούσαν κληρομαντείο στην περιοχή του Παρνασσού, που δεν αποκλείεται να αποτέλεσε μια πρώτη μορφή του Μαντείου των Δελφών. Σε αυτό τον τύπο μαντείου χρησιμοποιούνταν η κλήρωση στη διαδικασία της χρησμοδοσίας. Οι κλήροι ρίχνονταν σε δοχείο, από όπου επιλέγονταν ένας ή περισσότεροι και τα συμπεράσματα προέκυπταν από το σχήμα και το χρώμα τους, το οποίο είχε ιδιαίτερη σημασία.

Στους Δελφούς φαίνεται πως λειτούργησαν τριών ειδών μαντεία: Το Χθόνιο, που χρησμοδοτούσε μέσω της εγκοίμησης, το Κληρομαντείο και τέλος το Απολλώνιο μέσω της δάφνης. Ωστόσο, από τότε που η λατρεία του Απόλλωνα συνδυάστηκε με αυτή του Διονύσου, ο οποίος λατρευόταν από τους οπαδούς του που τελούσαν σε κατάσταση έκστασης, παραφοράς και ιερής μανίας, υιοθετήθηκε ένας νέος τύπος χρησμοδότησης. Ο Απόλλων προφήτευε μέσω της Πυθίας, που λειτουργούσε ως ενδιάμεσος και φερέφωνο του θεού. Με το μάσημα φύλλων δάφνης και με την επίδραση ατμών και άλλων αναθυμιάσεων που έρχονταν από το άνοιγμα στα άδυτα του Μαντείου, έδινε τους θεϊκούς χρησμούς σε κατάσταση εκστατικής και ιερής μέθης. Η Πυθία καθόταν σε έναν ψηλό, επίχρυσο τρίποδα, επάνω από το χάσμα του ναού.

Αρχικά, η Πυθία χρησμοδοτούσε μία φορά τον χρόνο, στα γενέθλια του Απόλλωνα, στις 7 του Βύσιου μήνα. Αργότερα, χρησμοδοτούσε στις 7 κάθε μήνα, εκτός από τους χειμερινούς μήνες που ο Απόλλωνας έλειπε στους Υπερβόρειους ή στην κοιλάδα των Τεμπών. Στο απόγειο της δημοτικότητάς του μαντείου δραστηριοποιούνταν μέχρι και τρεις Πυθίες και η τελευταία προφητεία δόθηκε περί το 393 μ.Χ., όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Θεοδόσιος διέταξε το κλείσιμο όλων των ειδωλολατρικών ιερών.

Η Πυθία ελαιογραφία σε καμβά του Κάμιλο Μιόλα μουσείο Γκετύ Getty Center, Public domain, via Wikimedia Commons

Ιερείς και ιέρειες

Το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Απόλλωνας, όταν έγινε κύριος του μαντείου, ήταν η έλλειψη ιερέων. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο καθώς αγνάντευε από τις κορφές του Παρνασσού, είδε ένα καράβι που έπλεε στο Κρητικό πέλαγος. Τρέχει στο καράβι, μεταμορφώνεται σε δελφίνι και βρίσκεται ξαπλωμένος στο κατάστρωμα. Οι ναυτικοί τρομάζουν κι αφήνουν το καράβι να αρμενίζει μόνο του οπότε ο θεός τους οδηγεί μέχρι το λιμάνι της Κίρρας (επίνειο Δελφών). Εκεί αποκαλύπτεται, τους δηλώνει πως θα γίνουν οι ιερείς του, τους αναθέτει να χτίσουν βωμό στην ακρογιαλιά για να προσφέρουν την πρώτη θυσία, κι επειδή παρουσιάστηκε στο πλοίο σαν δελφίνι, ονομάζεται Δελφίνιος. Στη συνέχεια τους οδηγεί στο μαντείο όπου μπροστά προχωρούσε ο Απόλλωνας παίζοντας την κιθάρα του κι ακολουθούσαν οι Κρήτες, κτυπώντας τα πόδια και τραγουδώντας παιάνες. Όταν έφτασαν στο μαντείο, ο θεός άκουσε τις διαμαρτυρίες των Κρητών, που άφησαν την πολυάνθρωπη Κρήτη κι ήρθαν στην ερημιά, με την υπόσχεση πως ο τόπος θα γεμίσει από ανθρώπους που θα του προσφέρουν θυσίες.

Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι η πρώτη μάντισσα του ναού λεγόταν Φημονόη

«μεγίστη δὲ καὶ παρὰ πλείστων ἐς Φημονόην δόξα ἐστίν, ὡς πρόμαντις γένοιτο ἡ Φημονόη τοῦ θεοῦ πρώτη καὶ πρώτη τὸ ἑξάμετρον ᾖσεν». (Παυσανίας «Φωκικά» 5.7)

Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Παυσανίας αναφέρει πως η Βοιώ, μια ντόπια που έγραψε ένα ύμνο στον Απόλλωνα, θεωρεί ως πρώτο μάντη τον Ωλήνα, που τον έφερε ο Απόλλωνας από τους Υπερβόρειους:

«Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον». (Παυσανίας «Φωκικά» 5.8)

Η Σίβυλλα των Δελφών. Michelangelo, Buonarroti, 1509, τοιχογραφία. Ρώμη, Βατικανό, Cappella Sistina Michelangelo, Public domain, via Wikimedia Commons

Σίβυλλα ήταν το όνομα της ιέρειας που έκανε γνωστούς τους χρησμούς του Απόλλωνα. Η πρώτη Σίβυλλα (ονομαστικά) ήταν κόρη του Τρωαδίτη Δάρδανου και της Νησούς. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν κόρη του Δία και της Λάμιας (κόρης του Ποσειδώνα) και η το όνομα προήλθε από τον δωρικό τύπο του ουσιαστικού «θεός» (σιός) και τον αιολικό τύπο του ουσιαστικού «βουλή» = θέληση (βόλλα). Σήμαινε επομένως εκείνη που αποκαλύπτει τη θέληση του Θεού. Έκτοτε η ονομασία Σίβυλλα δόθηκε σε όλες τις μάντισσες.

Δεύτερη Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη η οποία αναφέρεται και στους Δελφούς. Κουβαλούσε μαζί της μια πέτρα, στην οποία ανέβαινε και προφήτευε. Την πέτρα την έδειχναν στους Δελφούς, όταν πέρασε ο Παυσανίας ο οποίος έγραψε:

«πέτρα δέ ἐστιν ἀνίσχουσα ὑπὲρ τῆς γῆς: ἐπὶ ταύτῃ Δελφοὶ στᾶσάν φασιν ᾆσαι τοὺς χρησμοὺς ὄνομα Ἡροφίλην». (Παυσανίας «Φωκικά» 12.1).

Να σημειωθεί ότι Σίβυλλες (γυναίκες μάντισσες) υπήρξαν αρκετές, όπως η Σίβυλλα των Ερυθρών στη Λυδία, η Σίβυλλα της Κύμης στην Καμπανία, η Εβραία Σίβυλλα Σάββη, η Σίβυλλα Φυτώ στη Σάμο.

Η Ηροφίλη που διαδέχτηκε τη Σίβυλλα, ονομάστηκε Πυθία, πρώτα από τον Ηρόδοτο. Αρχικά, οι γυναίκες που αναλάμβαναν το ρόλο της ιέρειας ήταν νέες, όμορφες και παρθένες. Ωστόσο, μετά την απαγωγή και τη διαφθορά μιας νεαρής Πυθίας από τον Εχεκράτη τον Θεσσαλό που την ερωτεύτηκε, ο θεσμός άλλαξε. Επέλεγαν πλέον γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, άνω των πενήντα ετών την οποία έντυναν ως παρθένο.

Ιέρεια των Δελφών (1891) του John Collier, που δείχνει την Πυθία να κάθεται σε τρίποδο με ατμούς να αναδύονται από μια ρωγμή στη γη από κάτω της John Collier, Public domain, via Wikimedia Commons

Τελετουργικό

Οι επισκέπτες που ζητούσαν χρησμό από την Πυθία ονομάζονταν θεοπρόποι και σύμφωνα με το τελετουργικό έπρεπε να καθαριστούν αρχικά με νερό από την Κασταλία πηγή, πληρώνοντας ένα αντίτιμο, το λεγόμενο πελανόν, που δεν ήταν ίδιο για όλους, ενώ έπρεπε να προσφέρουν και θυσία στο ναό του Απόλλωνα, ένα κατσίκι. Το ζώο έπρεπε να μην είχε κάποιο ελάττωμα, ενώ απαραίτητος οιωνός για να μπορέσει η Πυθία να δώσει χρησμό, το ζώο έπρεπε να τρέμει και προς τούτο το κατάβρεχαν με κρύο νερό. Σύμφωνα με νεότερη έρευνα η συμπεριφορά της κατσίκας εξηγείται από τις ιδιότητες των φύλλων ροδοδάφνης (Nerium oleander) εκχύλισμα των οποίων δινόταν δοκιμαστικά στην κατσίκα πριν το πιει η Πυθία. Ανάμεσα στους θεοπρόπους υπήρχε ιεράρχηση, σχετικά με την προτεραιότητα στη χρησμοδοσία. Οι πρώτοι που δικαιούνταν να λάβουν χρησμό ήταν οι κάτοικοι των Δελφών. Ακολουθούσαν όσοι είχαν τιμηθεί από του Δελφούς με το προνόμιο της προμαντείας και κατόπιν οι υπόλοιποι.

Παρόμοια τελετουργία κάθαρσης ακολουθούσε και η Πυθία. Ύστερα από κάποια τυπική διαδικασία, κατέβαινε στο λεγόμενο άδυτο, κάτω από τον σηκό του ναού του Απόλλωνα, όπου άκουγε την ερώτηση από τους ιερείς που βρίσκονταν σε έναν διπλανό μικρό χώρο που ονομαζόταν οίκος. Στη συνέχεια έπεφτε σε έκσταση ενώ οι ιερείς κατέγραφαν και ερμήνευαν τα λόγια που πρόφερε. Την επιμέλεια του Μαντείου είχαν πέντε άνδρες, κάθε ένας από τους οποίους ανήκε σε μια από τις πέντε μεγάλες οικογένειες των Δελφών που ονομάζονταν Δευκαλιωνίδες. Αυτοί καλούνταν όσιοι, ενώ ο επικεφαλής προφήτης.

Εκτός όμως από την εκστατική χρησμοδότηση, υπήρχε και μια παλαιότερη, απλούστερη και φυσικά φτηνότερη, η κληρομαντία. Η ερώτηση που κατέθετε ο θεοπρόπος έπρεπε να είναι με δύο επιλογές: θα γίνει αυτό ή εκείνο, να κάνω τούτο ή το άλλο. Η τελετή γινόταν δημόσια στον ναό, με την Πυθία να τραβά από ένα λέβητα έναν από τους δύο κλήρους (κουκιά).

Όταν οι χρησμοί δεν ικανοποιούσαν τους θεοπρόπους, μπορούσαν να ζητήσουν και πάλι χρησμό. Έτσι έκαναν οι Αθηναίοι στον καιρό των Περσικών πολέμων. Διαβάζουμε στον Ηρόδοτο (7, 140-141):

[7,140] πέμψαντες γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι ἐς Δελφοὺς θεοπρόπους χρηστηριάζεσθαι ἦσαν ἕτοιμοι· καί σφι ποιήσασι περὶ τὸ ἱρὸν τὰ νομιζόμενα, ὡς ἐς τὸ μέγαρον ἐσελθόντες ἵζοντο, χρᾷ ἡ Πυθίη, τῇ οὔνομα ἦν Ἀριστονίκη, τάδε.

[7,140] Οι Αθηναίοι έστειλαν απεσταλμένους στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό. Μόλις έγιναν τα συνηθισμένα τελετουργικά και οι Αθηναίοι μπήκαν στο ναό και κάθισαν στις θέσεις τους, η Πυθία Αριστονίκη έδωσε την ακόλουθη προφητεία:

(2) ὦ μέλεοι, τί κάθησθε; λιπὼν φεῦγ᾽ ἔσχατα γαίης δώματα καὶ πόλιος τροχοειδέος ἄκρα κάρηνα. οὔτε γὰρ ἡ κεφαλὴ μένει ἔμπεδον οὔτε τὸ σῶμα, οὔτε πόδες νέατοι οὔτ᾽ ὦν χέρες, οὔτε τι μέσσης λείπεται, ἀλλ᾽ ἄζηλα πέλει· κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ τε καὶ ὀξὺς Ἄρης, Συριηγενὲς ἅρμα διώκων.

(2) Γιατί κάθεστε καταδικασμένοι; Τρέξτε στην άκρη του κόσμου, αφήνοντας τα σπίτια και τους λόφους που περικλείουν την πόλη σας σαν τροχός. Το κεφάλι δε θα μείνει στη θέση του ούτε το κορμί ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε τα ενδιάμεσα μέλη· αλλά όλα καταστρέφονται, γιατί θα σας ισοπεδώσει η φωτιά και ο ορμητικός Άρης καλπάζοντας μ’ ένα Συριακό άρμα.

(3) πολλὰ δὲ κἆλλ᾽ ἀπολεῖ πυργώματα κοὐ τὸ σὸν οἶον, πολλοὺς δ᾽ ἀθανάτων νηοὺς μαλερῷ πυρὶ δώσει, οἵ που νῦν ἱδρῶτι ῥεούμενοι ἑστήκασι, δείματι παλλόμενοι, κατὰ δ᾽ ἀκροτάτοις ὀρόφοισι αἷμα μέλαν κέχυται, προϊδὸν κακότητος ἀνάγκας. ἀλλ᾽ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῖς δ᾽ ἐπικίδνατε θυμόν.

(3) Πολλούς πύργους θα καταστρέψει, όχι μόνο τους δικούς σας, και θα παραδώσει στην ανελέητη φωτιά πολλούς ναούς των θεών, οι οποίοι τώρα λούζονται στον ιδρώτα, τρέμουν από φόβο, ενώ πάνω στις σκεπές κυλάει μαύρο αίμα προμηνύοντας αναπόφευκτες συμφορές. Σηκωθείτε, φύγετε από το ιερό και παραδώστε τις καρδιές σας στη θλίψη.

[7,141] ταῦτα ἀκούσαντες οἱ τῶν Ἀθηναίων θεοπρόποι συμφορῇ τῇ μεγίστῃ ἐχρέωντο. προβάλλουσι δὲ σφέας αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ κακοῦ τοῦ κεχρησμένου, Τίμων ὁ Ἀνδροβούλου, τῶν Δελφῶν ἀνὴρ δόκιμος ὅμοια τῷ μάλιστα, συνεβούλευέ σφι ἱκετηρίην λαβοῦσι δεύτερα αὖτις ἐλθόντας χρᾶσθαι τῷ χρηστηρίῳ ὡς ἱκέτας.

[7, 141] Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι ταράχτηκαν απ’ αυτήν την απάντηση κι ήταν έτοιμοι να βυθιστούν στην απελπισία για τη φρικτή μοίρα που τους περίμενε, όταν ο Τίμωνας, γιος του Ανδρόβουλου κι ένας από τους πιο διακεκριμένους άνδρες των Δελφών, τους πρότεινε να πάρουν κλαδιά ελιάς και να πλησιάσουν ξανά το μαντείο ως ικέτες.

(2) πειθομένοισι δὲ ταῦτα τοῖσι Ἀθηναίοισι καὶ λέγουσι “ὦναξ, χρῆσον ἡμῖν ἄμεινόν τι περὶ τῆς πατρίδος, αἰδεσθεὶς τὰς ἱκετηρίας τάσδε τάς τοι ἥκομεν φέροντες, ἢ οὔ τοι ἄπιμεν ἐκ τοῦ ἀδύτου, ἀλλ᾽ αὐτοῦ τῇδε μενέομεν ἔστ᾽ ἂν καὶ τελευτήσωμεν”, ταῦτα δὲ λέγουσι ἡ πρόμαντις χρᾷ δεύτερα τάδε.

(2) Οι Αθηναίοι ακολούθησαν τη συμβουλή του λέγοντας: «Άρχοντα Απόλλωνα, για χάρη έστω των κλαδιών ελιάς που σου φέραμε, δώσε μια καλύτερη προφητεία για την πατρίδα μας. Διαφορετικά, δε θα φύγουμε από τον ιερό χώρο, ώσπου να πεθάνουμε». Τότε η προφήτισσα τους έδωσε ένα δεύτερο χρησμό που έλεγε τα εξής:

(3) οὐ δύναται Παλλὰς Δί᾽ Ὀλύμπιον ἐξιλάσασθαι λισσομένη πολλοῖσι λόγοις καὶ μήτιδι πυκνῇ. σοὶ δὲ τόδ᾽ αὖτις ἔπος ἐρέω ἀδάμαντι πελάσσας. τῶν ἄλλων γὰρ ἁλισκομένων ὅσα Κέκροπος οὖρος ἐντὸς ἔχει κευθμών τε Κιθαιρῶνος ζαθέοιο, τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεύς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν, τὸ σὲ τέκνα τ᾽ ὀνήσει.

(3) «Η Παλλάδα δεν μπορεί να εξιλεώσει τον Ολύμπιο Δία, μολονότι τον ικετεύει με πολλά παρακάλια κι όλη της την πειθώ· ωστόσο θα σας πω ένα λόγο ακόμα, οριστικό κι αμετακίνητο: Μολονότι όλα τα άλλα θα πέσουν όσα βρίσκονται μέσα στα όρια του Κέκροπα και το κάστρο του ιερού όρους του Κιθαιρώνα, ο Δίας, που τα βλέπει όλα, θα χαρίσει στην Αθηνά ξύλινο τείχος, ώστε αυτό να μείνει απόρθητο και να σώσει εσάς και τα παιδιά σας.

(4) μηδὲ σύ γ᾽ ἱπποσύνην τε μένειν καὶ πεζὸν ἰόντα πολλὸν ἀπ᾽ ἠπείρου στρατὸν ἥσυχος, ἀλλ᾽ ὑποχωρεῖν νῶτον ἐπιστρέψας· ἔτι τοι ποτε κἀντίος ἔσσῃ. ὦ θείη Σαλαμίς, ἀπολεῖς δὲ σὺ τέκνα γυναικῶν ἤ που σκιδναμένης Δημήτερος ἢ συνιούσης.

(4) Μα μην περιμένετε ήσυχοι το αναρίθμητο ιππικό και πεζικό να έρθουν από την Ασία, αλλά υποχωρήσετε γυρίζοντας την πλάτη σας στον εχθρό. Γιατί θα ‘ρθει μια μέρα που θα τον αντιμετωπίσετε πρόσωπο με πρόσωπο. Θεϊκή Σαλαμίνα, θα φέρεις το θάνατο στους γιους πολλών μανάδων, όταν σπαρθεί ή θεριστεί ο καρπός της Δήμητρας.

Οι χρησμοί της Πυθίας δεν ήταν αλάθητοι ούτε υπεράνω πάσης υποψίας. Στον Ηρόδοτο (6, 66) μαθαίνουμε ότι η μάντισσα Περίαλλα έχασε το αξίωμά της, όταν της ζητήθηκε χρησμός από τη Σπάρτη για το αν ο βασιλιάς Δημάρατος ήταν γνήσιος γιος του Αρίστωνα, άρα και νόμιμος βασιλιάς.

Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων το μαντείο «μήδισε» φροντίζοντας να τα έχει καλά με τους Πέρσες, γι’ αυτό άλλωστε και έδινε χρησμούς σύμφωνα με τους οποίους προέτρεπε τις πόλεις να παραδοθούν ή γενικότερα να μην αντισταθούν στους Πέρσες, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω με το χρησμό στους Αθηναίους· ακόμη και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μάλλον είχε φιλοσπαρτιατική διάθεση.

Δελφικό τρίποδο. Ερυθρόμορφος κρατήρας, περ. 330 π.Χ. British Museum, Public domain, via Wikimedia Commons

Εορτές

Οι γιορτές που τελούνταν στους Δελφούς σχετίζονταν με γεγονότα από τη ζωή του Απόλλωνα και του Διόνυσου ή με ιστορικά γεγονότα.

Αφιερωμένες στον Απόλλωνα

Πύθια, για να τιμηθεί ο θεός. Στην αρχή γιορτάζονταν κάθε οκτώ χρόνια (εννετηρίς) και πιθανόν από το 582 π.Χ. κάθε τέσσερα χρόνια (πεντετηρίς).

Δελφίνια, σ’ ανάμνηση της μεταμόρφωσης του θεού σε δελφίνι, οδηγώντας τους Κρήτες ναυτικούς στην περιοχή και της ίδρυσης του ιερού. Γιορτάζονταν τον Απρίλιο.

Θαργήλεια, σχετική με την ιδιότητα του θεού να θεραπεύει από τους λοιμούς. Γιορτάζονταν την άνοιξη.

Σεπτήρια ή Στεπτήρια, σ’ ανάμνηση της αναχώρησης του θεού για καθαρμό μετά τον φόνο του δράκοντα.

Θεοφάνεια, σ’ ανάμνηση της επιστροφής του θεού μετά τον καθαρμό του.

Αφιερωμένες στον Διόνυσο

Λικνίτης, γιορτή που γινόταν κάθε οκτώ χρόνια σ’ ανάμνηση της αναγέννησης του θεού. Συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης.

Χάριλα, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σχετιζόταν με την αναγέννηση της φύσης. Κατά τη διάρκεια της γιορτής μαστίγωναν μια κούκλα, την κρεμούσαν και τέλος την έθαβαν με μια θηλιά στον λαιμό.

Ηρωίς, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σ’ ανάμνηση της επαναφοράς της Σεμέλης, μητέρας του θεού, από τον Άδη.

Δαδοφόρια, κάθε δύο χρόνια, στον Παρνασσό. Ήταν Μαιναδική γιορτή.

Αφιερωμένες σε ιστορικά γεγονότα

Ελαφηβόλια, σ’ ανάμνηση της νίκης κατά των Θεσσαλών πριν από τους Περσικούς αγώνες.

Σωτήρια, σ’ ανάμνηση της σωτηρίας των Δελφών από την επιδρομή των Γαλατών.

Ευμένεια, λαμπαδηδρομία από το Γυμνάσιο μέχρι τον βωμό του Απόλλωνα

Πηγές – βιβλιογραφία

chilonas

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/naoi/delphi/Naos%20Apollona,%20Delphi.0.htm

https://en.wikipedia.org/wiki/Pythia

https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/gods/apollo/page_008.html

http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2507

Διαβάστε Περισσότερα...

Ο ρόλος της Αμφίπολης και το Ταφικό Μνημείο


Οι ανασκαφές στη θέση Καστά ξεκίνησαν το 1965 από τον αείμνηστο Δημήτρη Λαζαρίδη και διήρκεσαν έως το θάνατό του το 1985. Εκτοτε πήραν και πάλι μπροστά μόλις τον Ιούλιο του 2009.
 Ο Μέγας Αλέξανδρος γεννήθηκε το 356 π.Χ στην Πέλλα και πέθανε στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ στη Βαβυλώνα. 
Ο Μακεδόνας στρατηλάτης φέρεται να είχε ζητήσει να ταφεί στο μαντείο του Αμμωνα. Μετά τον θάνατό του στη Βαβυλώνα, μια μεγάλη συνοδεία ξεκίνησε το ταξίδι για τον τόπο ταφής. 

Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο Πτολεμαίος κάπου κατά τη διάρκεια της πορείας έκλεψε τη σορό και τη μετέφερε στην Αλεξάνδρεια, όπου τοποθετήθηκε σε ένα μαυσωλείο που ονομαζόταν Σώμα ή Σήμα.
1
 Στο πέρασμα των αιώνων πολλά σημαντικά ιστορικά πρόσωπα φέρεται να τίμησαν τη σορό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μεταξύ των οποίων και ο Ιούλιος Καίσαρας, ενώ οι ιστορικοί της εποχής είχαν καταγράψει και τη χρησιμοποίηση χρυσαφιού από τον τάφο του, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο κατά της Ρώμης. 
Γενικά έχουν καταγραφεί πολλές αναφορές ιστορικών που τοποθετούσαν τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, οι οποίες ωστόσο σταματούν απότομα στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα.
Τότε σημειώθηκαν τα εκτεταμένα επεισόδια στην Αλεξάνδρεια, κατά την οποία ισοπεδώθηκαν το Σεράπειον, το Μουσείον και η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ενώ η τύχη του μαυσωλείου έκτοτε αγνοείται.
 Από τότε ξεκίνησε και το ανηλεές κυνήγι του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα πέρατα της Γης. Από τη Βενετία και την έρημο Σίβα της Αιγύπτου, ως το Ουζμπεκιστάν και πολλά ακόμη απίθανα μέρη, ο μύθος και το μυστήριο που ασκεί ο μεγαλύτερος αυτοκράτορας όλων των εποχών φαίνεται ότι είναι ακαταμάχητα.
 Πολλά διεθνή δίκτυα φιλοξένησαν δημοσιεύματα αναφορικά με την ανασκαφή στην Αμφίπολη, μεταξύ των οποίων και το Associated Press. Στο συγκεκριμένο κείμενο γίνεται λόγος για το «ενδεχόμενο να πρόκειται για την τελευταία κατοικία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς και της γυναίκας του Ρωξάνης και του νεαρού διαδόχου τους. Οι ελληνικές ιστοσελίδες είναι ενθουσιώδεις από το γεγονός ότι μπορεί να βρέθηκε ο τάφος του βασιλιά πολεμιστή Μεγάλου Αλεξάνδρου του 4ου αιώνα π.Χ., τον οποίον ψάχνουν για αρκετά χρόνια και θεωρούνταν ότι βρίσκεται στην Αίγυπτο» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η Ρωξάνη ήταν η πρώτη σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε περί το 341 π.Χ. στη Βακτρία (σημερινό Αφγανιστάν). Παντρεύτηκε τον Μέγα Αλέξανδρο το 327 π.Χ., σε ηλικία 14 ετών, μετά την κατάκτηση του φρουρίου του πατέρα της από τον μεγάλο στρατηλάτη. Ο γάμος είχε πολιτική σκοπιμότητα, με στόχο τον εξευμενισμό των Βακτρικών Σατραπειών.
 Η Ρωξάνη τον συνόδευσε στην εκστρατεία του στην Ινδία και γέννησε τον γιο τους Αλέξανδρο Δ΄ μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ. Δώδεκα χρόνια μετά, η Ρωξάνη και ο γιος της έπεσαν θύματα άγριας δολοφονίας, έπειτα από εντολή του βασιλιά Κάσσανδρου. Η αιτία των δολοφονιών ήταν για να σφετεριστεί τον θρόνο του βασιλείου, μια και ο 12χρονος Αλέξανδρος Δ΄ ήταν ο μόνος διάδοχος της τεράστιας αυτοκρατορίας.
Ο ρόλος της Αμφίπολης και το Ταφικό Μνημείο
Την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Αμφίπολη και το επίνειό της στο Αιγαίο είχαν εξελιχθεί σε πολύ σημαντική ναυτική βάση των Μακεδόνων και γενέτειρα τριών σημαντικών ναυάρχων, του Νέαρχου, του Ανδροσθένη και του Λαομέδοντα.
Η ανασκαφική έρευνα στον τύμβο «Καστά» της αρχαίας Αμφίπολης συνεχίζεται και μέρα με τη μέρα ολοκληρώνεται το παζλ της ιστορίας, με το Λιοντάρι της Αμφίπολης να στέκει αγέρωχο, αποκαλύπτοντας τη σημαντικότητα των ανασκαφικών ευρημάτων που ξετυλίγουν το κουβάρι της ζωής του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Δείτε και ακούστε τι έλεγε η Αρχαιολόγος Περιστέρη το 2012 όταν πολλοί δεν χρηματοδοτούσαν την ανασκαφή στην Αμφίπολη !
Διαβάστε Περισσότερα...

Οι Στύλες του Ολυμπίου Διός και το περίεργο προσάρτημα στην κορυφή που δεν παρατήρησε ποτέ κανείς μέχρι πρόσφατα

 


Ερευνητές, ακαδημαϊκοί, αρχαιολόγοι, ιστορικοί και όσοι έχουν αυτή την ακόρεστη επιστημονική περιέργεια να τους τρώει σαν σαράκι ξέρουν καλά τη συγκίνηση του να κυνηγάς έναν ανεξήγητο γρίφο.

Ένα από αυτά τα δισεπίλυτα αινίγματα που μοιάζουν σπαζοκεφαλιές, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για κάτι ξακουστό που μας έρχεται από την αρχαιότητα και έχει μπει πολλάκις στο μικροσκόπιο της επιστημονικής ανάλυσης.

Ο λόγος για τον δικό μας Ναό του Ολυμπίου Διός, ένα από τα χαρακτηριστικά ορόσημα της πόλης των Αθηνών, την εικόνα του οποίου ξέρουμε όλοι καλά και από μνήμης. Ο μεγαλύτερος άλλοτε ελληνικός ναός κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια άρχισε να χτίζεται στην εποχή του Πεισίστρατου, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., η κατασκευή του ακολούθησε ωστόσο κατά πόδας όλες τις τραγικές περιπέτειες της αθηναϊκής πολιτείας, τη μακεδονική κυριαρχία και κατόπιν τον ρωμαϊκό ζυγό.

Και δεν θα ολοκληρωνόταν τελικά παρά τον 2ο αιώνα μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό που τόσο μαγεύτηκε και αγάπησε το ελληνικό μεγαλείο. Κολοσσιαίο σε διαστάσεις, το Ολυμπιείο, όπως ήταν γνωστό εναλλακτικά, έφερε 104 κίονες κορινθιακού ρυθμού, αν και σήμερα στέκουν όρθιοι μόλις μια χούφτα από αυτούς.

Ως ένδοξο ερείπιο τον ξέρουμε εξάλλου εμείς, απομεινάρι μιας άλλης ξακουστής εποχής. Οι ιστορικοί υποθέτουν πως ο μεγαλοπρεπής ναός πρέπει να καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων και το πεντελικό του μάρμαρο να χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή άλλων κτισμάτων.

Η πρώτη και εκτεταμένη ανασκαφή του έλαβε χώρα την περίοδο 1889-1896 από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας, ακολούθησε μία το 1922 από ομάδα γερμανών αρχαιολόγων και το 1960 ολοκληρώθηκε από την αρχαιολογική ομάδα του Ιωάννη Τραυλού.

Έκτοτε έχει περάσει στις συνειδήσεις μας ως άλλο ένα καταστραμμένο δείγμα της ξακουστής αρχιτεκτονικής των προγόνων μας, αφήνοντάς το στην πάλλευκη αταραξία του. Εκτός ίσως από κείνη την παθιασμένη κουβέντα για το αν είναι «στύλοι» ή «στήλες» του Ολυμπίου Διός που μας απασχόλησε σχετικά πρόσφατα.

Τα χρόνια πέρασαν όμως και μόλις πέρυσι, το 2017, ένας βρετανός συγγραφέας και ερευνητής ονόματι Paul M.M Cooper σκόνταψε πάνω σε ένα μυστήριο. Γεννημένος στο Λονδίνο και με δύο πτυχία στα χέρια του, ο Cooper γράφει μπεστ-σέλερ βιβλία (όπως το «River of Ink») που πατούν γερά πάνω στην Ιστορία.

Σε μια τέτοια προσωπική μελέτη λοιπόν έπεσε πάνω σε μια φωτογραφία με ζωή 160 ετών. Μια φωτογραφία που έδειχνε τους Στύλους του Ολυμπίου Διός όπως δεν τους είχε ξαναδεί κανείς! Τι ήταν αυτό το περίεργο προσάρτημα στην κορυφή αυτού που απέμενε πια από τον Ναό του Ολυμπίου Διός;

Η αναζήτηση θα τον οδηγούσε στην αποκάλυψη της πραγματικής ιστορίας ενός σωστού αρχιτεκτονικού θρίλερ. Το οποίο ξεδίπλωσε μάλιστα δαιμόνια στο Twitter, σε μια σειρά από «τιτιβίσματα», μετατρέποντας το κοινωνικό μέσο σε αιχμή του δόρατος της ιστορικής μελέτης.

Ό,τι ακολουθεί, είναι ένα τρενάκι αποκαλύψεων με σπασμένα τα φρένα…

Μια εικόνα του ναού ολότελα διαφορετική

Ο Cooper ξεκινά την ηλεκτρονική του αφήγηση παραθέτοντας μια φωτογραφία του 1858 από τον Ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, μια «απίστευτη φωτογραφία», όπως σπεύδει να τη χαρακτηρίσει. Την εικόνα που τον έκανε να ψάξει το θέμα βαθύτερα…

«Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν αυτό το παράξενο εξόγκωμα στην κορυφή. Έμοιαζε πραγματικά περίεργο και δεν κολλούσε με το υπόλοιπο κτίριο», παρατηρεί στην ιστορική εικόνα του 1858.

«Και δεν ταιριάζει επίσης με τις αναπαραστάσεις του πώς έδειχνε αρχικά το κτίριο», σημειώνει, παραθέτοντας τη σχετική εικόνα.

Και τώρα είναι ώρα να ξεδιπλωθεί το μυστήριο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια: «Πίστεψα πως βρήκα την απάντηση όταν βρήκα ένα ακριβές αντίτυπο της εικόνας, αλλά με το εξόγκωμα να λείπει. Όλοι οι άνθρωποι κ.λπ. είναι στις ίδιες θέσεις, αλλά κανένας περίεργος όγκος στην κορυφή»

«Πίστεψα πως είχα βρει την απάντηση», επιμένει, «κάποιος είχε μοντάρει την αυθεντική φωτογραφία, προσθέτοντας ένα περίεργο κομμάτι ερειπίων στην κορυφή για να το κάνει να φαίνεται ψηλότερο και πιο επικό». Και εκεί που πήγε να ηρεμήσει, η συνέχιση της έρευνας έβγαλε «λαβράκι»…

«Αυτό μέχρι να δω αυτόν τον πίνακα του 1833 του Johann Michael Wittmer».

«Να το πάλι», λέει με έκπληξη κάνοντας κοντινό στον πίνακα.

«Και όταν είδα αυτή τη φωτογραφία του 1862 από άλλη γωνία, ήταν πια προφανές πως το εξόγκωμα είχε κοπεί από την άλλη φωτογραφία, όχι προστεθεί στην πρώτη». Οι βάσεις της πραγματικότητας είχαν ήδη μπει…

«Αποδείχτηκε πως ήταν οι χριστιανοί ασκητές γνωστοί ως στυλίτες, ή ‘‘άγιοι των στύλων’’, η εξήγηση. Οι στυλίτες πίστευαν πως το να ζουν στην κορυφή ψηλών στύλων τους έφερνε πιο κοντά στον Θεό και προκαλούσε ταυτοχρόνως ιερή σωματική εξασθένιση, εξιλεώνοντας τις αμαρτίες τους».

«Κάποια στιγμή από την καταστροφή του ναού τον 3ο αιώνα μέχρι και την εξέτασή του από τους αρχαιολόγους κατά τον 19ο αιώνα, οι στυλίτες είχαν χτίσει επίπονα μια μικρή πέτρινη καλύβα στην κορυφή των κατεστραμμένων στύλων του ναού».

«Σε αυτό το άρθρο του 1922 ‘‘η δόξα που ήταν η Ελλάδα’’, ο Alexander Wilbourne περιγράφει τις διηγήσεις των ντόπιων που έκαναν λόγο για μια μακρά σειρά από στυλίτες που έζησαν στην κορυφή του ναού και τους έφερναν φαγητό και νερό με σχοινιά και κουβάδες», παρατηρεί.

«Περιγράφει ακόμα και τη συνάντηση με έναν παλιό Αθηναίο που θυμόταν να παίρνει προσφορές από ψωμιά και φρούτα για να τα στείλει πάνω στους στυλίτες του ναού του Διός, οι οποίοι κατέβαζαν κουβά για να τις παραλάβουν».

«Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έγιναν προσπάθειες στον 19ο αιώνα ώστε να ενδυναμωθεί η εθνική ταυτότητα επιστρέφοντας στο μεγαλείο του ελληνικού παρελθόντος. Κι έτσι στα μάτια των ελληνικών αρχών, η χριστιανική προσθήκη έπρεπε να φύγει».

«Η δεύτερη εικόνα που σας έδειξα λοιπόν είναι μέρος αυτής της προσπάθειας να σβηστεί η παρουσία των στυλιτών από το αρχείο. Αν κοιτάξετε καλά, μπορείτε να δείτε τα κενά από το σβήσιμο της καλύβας τους».

«Αυτή είναι λοιπόν η αυθεντική φωτογραφία του ναού του Ολυμπίου Διός, με την καλύβα των στυλιτών και τα πάντα».

«Είναι πάντα ενδιαφέρον να δεις πώς τα ερείπια χρησιμοποιούνται πολιτικά και πώς κατασκευάζουν και ενδυναμώνουν ιδέες ταυτότητας», καταλήγει.

Αυτούς τους καρπούς απέδωσε η έρευνά του για ένα μνημείο της Αθήνας που δύσκολα μπορείς να φανταστείς αλλιώς…

newsbeast.gr

Διαβάστε Περισσότερα...